ΟΙΟΝ - ΜΠΟΓΙΑΤΙ - ΑΓ. ΣTEΦANOΣ
ΟΙΟΝ
«Οίον» ονομαζόταν ο σιδηροδρομικός σταθμός του Αγίου Στεφάνου, αλλά και η ευρύτερη περιοχή. Οι ρίζες του τοπωνυμίου ανάγονται στην Αρχαιότητα. Στα Ομηρικά Έπη συναντάται η λέξη «όις» που σημαίνει «πρόβατο» και αργότερα στον Αθήναιο και το Σώφρονα το επίθετο «όιoς» με την έννοια του «προβάτειος». Στο Διόδωρο το «οίον» έχει τη σημασία του «χώρου – σταθμού». Ο Αρποκρατίων, φιλόσοφος των ρωμαϊκών χρόνων, ερμηνεύει την ονομασία «Οίον», που στην αρχαιότητα σήμαινε «μόνον», ως εξής: «δια το μηδαμώς ευοίκητον έχειν, αλλά μεμονούσθαι». Ήταν δηλαδή μια περιοχή ακατοίκητη και απομονωμένη, ανεξάρτητη διοικητικά από τον ευρύτερο δήμο της Δεκέλειας.
Στην Κλασική εποχή, ένας από τους δέκα δήμους της Αττικής ήταν το «Οίον το Δεκελεικόν». Ανήκε στην Ιπποθοωντίδα φυλή, την όγδοη από τις δέκα φυλές των Αθηναίων, που ίδρυσε ο Κλεισθένης τον 60 π.Χ. αιώνα τιμώντας τον ήρωα Ιπποθόωντα. Η φυλή αυτή έδωσε το 490 π.Χ. στο Μιλτιάδη 1000 πολεμιστές για τη μάχη του Μαραθώνα. Η περιοχή του αρχαίου αυτού δήμου εκτεινόταν νοτιοανατολικά της Δεκέλειας (Τατόι) και έφθανε μέχρι τις Αφίδνες (Κιούρκα) και το σημερινό Άγιο Στέφανο.
Από το 200 π.Χ. το «Οίον το Δεκελεικόν» περιήλθε στην Ατταλίδα φυλή που ιδρύθηκε τότε προς τιμήν του βασιλιά της Περγάμου Αττάλου Α' με αφορμή την επίσκεψή του στην Αθήνα.
ΜΠΟΓΙΑΤΙ
Στην περίοδο μεταξύ 1350 – 1455 μ.Χ., εποχή που κυριαρχούσαν στην Αττική οι Φράγκοι, εγκαθίστανται ειρηνικά στην ευρύτερη περιοχή του Μπογιατίου, μεταξύ Πάρνηθας και Πεντέλης, Αλβανόφωνοι εποικιστές ως αγρότες - κτηνοτρόφοι. Γενάρχες τους ήταν οι Μπούας, Λιόσης και Σπάτας. Οι Φράγκοι τους χρησιμοποίησαν ως εργάτες και στρατιώτες για την άμυνα της περιοχής.
Η προέλευση λοιπόν του τοπωνυμίου «Μπογιάτι» φαίνεται να προέρχεται από την αντίστοιχη «φάρα» του Μπούα. Ίσως η ονομασία να προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη «μπου» που σημαίνει «νερό». Η εικασία αυτή ενισχύεται και από την περιγραφή που δίνουν οι πληροφορητές μας, ότι η περιοχή είχε πολλά νερά και πηγές.
Στην εποχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, την ευρύτερη περιοχή του Μπογιατίου κατείχαν και καλλιεργούσαν οι Αρβανίτες, υπό όρους, ενώ η ψιλή κυριότητα ανήκε στο τουρκικό κράτος. Στα μέσα περίπου του 170υ αιώνα, όταν αρχίζει η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι μικρές καλλιέργειες των Αρβανιτών, μετατρέπονται σε μεγαλύτερες εκτάσεις, τα «τσιφλίκια», των οποίων τη νομή είχαν πλούσιοι αγάδες, όπως ο «Μπογιάτ-Αγά» που πιθανόν να έδωσε το όνομά του στην περιοχή («Μπογιατίκιοϊ»).
Κατά μια λαϊκή εκδοχή το όνομα της περιοχής προέρχεται από την τουρκική λέξη «μπογιά», δηλαδή βαφή, επειδή εφύετο εκεί ένα χόρτο, «το ερυθρόθερμο» ή «ριζάρι», που από τις ρίζες του έβγαινε κόκκινο χρώμα.
Άλλοι, βασιζόμενοι ίσως στην παρετυμολογία της λέξης, αναφέρουν ότι υπήρχε ένας αγάς που έβαψε το άλογό του (Μπογιά + άτι) και από εκεί προήλθε το «Μπογιάτι».
Στο χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού του 1889 (Φύλλο Μαραθών, εκ μεγενθύσεως του χάρτου του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Kaupert, 1885) διακρίνονται τα τοπωνύμια Bugiati, Sorani (Ζώργιανη), Spata (Σπατατζίκι), Migdalesa (Αμυγδαλέζα) Kalentzι και Marathona.
Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Οθωμανούς, μετά την υπογραφή της συνθήκης του Λονδίνου, εύποροι Έλληνες αγόρασαν τμήματα του κτήματος Μπογιατίου από τους Τούρκους αγάδες της περιοχής. Μία έκταση 1260 στρεμμάτων ο Δ. Καλιφρονάς και μια άλλη ο Γ. Βλάχος. Οι εύποροι αυτοί Έλληνες συνέχισαν να διατηρούν μεγάλη αγροτική γαιοπρόσοδο, με το ίδιο σύστημα, «των κολλήγων» .
Οι επόμενοι γαιοκτήμονες, μέσω των διαδοχικών μεταβιβάσεων για την ενιαία μια ιδιοκτησία του κτήματος Μπογιατίου, ήταν κατά σειρά:
1862 Θ. Ηππίτης (δωρεά από τη μητέρα του), 1876 Κωνσταντίνος Kασσαβέτης, 1888 Κληρονόμοι Κωνσταντίνου Αλεξανδροπούλου, 1899 Αποστ. Γρηγορίου, 1900 Μιλτιάδης Σολωμός, 1911 Αναστ. Γάγαλης, 1918 Λεων και Μαρής Εμπειρίκος.
Η έκταση του κτήματος Μπογιατίου το 1919, ανερχόταν στα 12.000 στρέμματα με τα όριά του να φθάνουν μέχρι την Βαρυμπόμπη, περνώντας το σημερινό όριο της Εθνικής οδού κατά περίπου 5.500 στρέμματα. Στο ανατολικό του όριο συνόρευε με το κτήμα Διονύσου-Σταμάτας που ανήκε στον Ηλιόπουλο.
Το 1924 μέρος αυτών των εκτάσεων απαλλοτριώθηκε και μοιράστηκε με τη μορφή κλήρων στους πρόσφυγες που ονόμασαν τη δική τους περιοχή «Μπογιάτι». Έτσι στον παλιό αρβανίτικο οικισμό δόθηκε η ονομασία «Παλιό Μπογιάτι».
Στο χάρτη της Γεωγραφικής Υπηρεσίας Στρατού του 1928 (Φύλλο Σταμάτα, εκ μεγεθύνσεως του Γερμανικού Αρχαιολογικού Χάρτου) η ονομασία «Μπογιάτι» χρησιμοποιείται για να περιγράψει και την ευρύτερη περιοχή των οικισμών Αγίου Στεφάνου και Νέας Ζώριανης, που αναγνωρίστηκαν αργότερα ως Κοινότητα Αγίου Στεφάνου.
Άλλη μια διαδεδομένη εκδοχή είναι ότι η ονομασία της περιοχής προέρχεται από το «μπουγάζι», ένα είδος ρεύματος αέρα που δημιουργείτο συχνά στα μέρη αυτά, μια και το Μπογιάτι βρίσκεται ανάμεσα στην Πάρνηθα και την Πεντέλη και σε υψόμετρο 358 μέτρων.
ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Η ονομασία αυτή επιλέχθηκε από τους Κωνσταντινοπολίτες πρόσφυγες, με την εγκατάστασή τους στην περιοχή, το 1924. Κι αυτό, επειδή έφτασαν από τα περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, όπου ήταν τα χωριά τους, στο λιμάνι του Αγίου Στεφάνου, για να αναχωρήσουν για την Ελλάδα. Έτσι το θεώρησαν ως «το τελευταίο σημάδι της πατρίδας τους». Στη συνέχεια ο οικισμός τους, που δημιουργήθηκε Βόρεια της σιδηροδρομικής γραμμής ονομάστηκε επίσημα «Άγιος Στέφανος».
Το 1929 με το διάταγμα 24-6-1929 (Φ.Ε.Κ. 217ΙΑ/1929) οι οικισμοί Μπογιάτι, Άγιος Στέφανος και Νέα Ζώργιανη αναγνωρίσθηκαν ως ξεχωριστή Κοινότητα με την επωνυμία: «Άγιος Στέφανος», η οποία όμως σε πολλά επίσημα έγγραφα εξακολουθεί να ονομάζεται «Οίον» και «Μπογιάτι». Σε έγγραφο του 1939 αναφέρεται η προσάρτηση της περιοχής Παλαιού Μπογιατίου από την Κοινότητα Αφιδνών στην Κοινότητα Αγίου Στεφάνου.
Το 1958 ο Άγιος Στέφανος έγινε Δήμος.
Από το βιβλίο «Οίον Μπογιάτι Άγιος Στέφανος Το χθες στο Σήμερα και στο Αύριο»